ανανταπόδεικτος

ανανταπόδεικτος
-η, -ο
αυτός, για τον οποίο δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει ανταπόδειξη*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ανταποδεικνύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”